- νομοφύλαξ
- νομοφύλαξ, -ακος, ὁ (ΑΜ, Α σπαν. και ως θηλ. νομοφύλαξ, ή)φύλακας, επιτηρητής, τηρητής τών νόμωνμσν.το πολιτικό και εκκλησιαστικό αξίωμα τού χαρτοφύλακος, τού αξιωματούχου που ήταν εντεταλμένος για τη φύλαξη τών νόμων τού κράτους ή τού πατριαρχείουαρχ.1. άρχων εντεταλμένος να επιτηρεί γιά την τήρηση, για την ακριβή εκτέλεση τών νόμων2. αυτός που τηρεί τον νόμο3. κατώτερος υπάλληλος που είχε οικονομικά και αστυνομικά καθήκοντα και βρισκόταν υπό τον έλεγχο τών προϊσταμένων τής κοινότητας4. φρ. «νομοφύλαξ τής οικίας»(για γυναίκα) επόπτης τής οικιακής τάξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + φύλαξ].
Dictionary of Greek. 2013.